αδρεναλίνη

αδρεναλίνη
Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις έντονης ή επείγουσας δραστηριότητας. Με τη δράση της προκαλείται αύξηση του ποσού της γλυκόζης στο αίμα, διαστολή των βρόγχων, επιτάχυνση των παλμών της καρδιάς, αύξηση της πίεσης του αίματος, συστολή των αγγείων του πεπτικού συστήματος και του δέρματος, διαστολή της κόρης του ματιού, ανόρθωση των τριχών κλπ. Εκτός από τον μυελό των επινεφριδίων, η α. παράγεται επίσης στις απολήξεις πολλών ινών του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, όπου μεταβιβάζει τα νευρικά ερεθίσματα. Η α. χρησιμοποιείται ως φάρμακο σε περιπτώσεις καρδιακής ανακοπής, μεγάλης πτώσης της αρτηριακής πίεσης (cοllapsus), βρογχικού άσθματος, όπως και σε διάφορες αλλεργικές καταστάσεις. Επειδή με τη δράση της συστέλλονται τα αγγεία του δέρματος, χρησιμοποιείται τοπικά σε αιμορραγίες (κυρίως ρινικές) ως αιμοστατικό καθώς και σε διαλύματα αναισθητικών, γιατί έτσι το φάρμακο απορροφάται με βραδύτερο ρυθμό και δρα για περισσότερο χρόνο. Η α. στον οργανισμό συντίθεται από το αμινοξύ τυροσίνη, με ενδιάμεσο προϊόν τη νοραδρεναλίνη. Κατά την αποικοδόμησή της πρώτα μεθυλιώνεται η ομάδα -ΟΗ στη θέση 3 και κατόπιν παθαίνει αλλοιώσεις η πλευρική αλυσίδα. Τα τελευταία χρόνια, ο όρος χρησιμοποιείται και με μια μεταφορική έννοια, για να δηλώσει καταστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος βιώνει έντονα μια κατάσταση, ενέργεια ή δραστηριότητα (π.χ. τα λεγόμενα extreme σπορ), που έχει επικρατήσει να λέγεται ότι προκαλεί «έκκριση α.» Το σερφ είναι ένα από τα σπορ που «ανεβάζουν την αδρεναλίνη». Ένας αθλητής του σκέιτμπορντ σε μια περίτεχνη φιγούρα του, ενώ παράλληλα βιώνει και το αίσθημα της «έκκρισης αδρεναλίνης». Τα επινεφρίδια εκκρίνουν στο αίμα την αδρεναλίνη, ορμόνη που ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση και αυξάνει τον βασικό μεταβολισμό και τη μυϊκή δραστηριότητα.
* * *
ή επινεφρίνη, η βιοχ.
ουσία βιολογικής προελεύσεως με δράση ορμονική ή νευρο-ορμονική. Η αδρεναλίνη και η πρόδρομη ένωση σχηματισμού της, η νοραδρεναλίνη (ή νορεπινεφρίνη ή λεβαρτερενόλη), είναι οι δύο κυριότερες ορμόνες τής μυελώδους ουσίας τών επινεφριδίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre …   Wikipedia

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …   Dictionary of Greek

  • επινεφριδίνη — η η αδρεναλίνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια …   Dictionary of Greek

  • εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… …   Dictionary of Greek

  • νοραδρεναλίνη — η (βιοχ.) ορμόνη που ανήκει στις κατεχολαμίνες και εκκρίνεται από τον φλοιό τών επινεφριδίων, όπου αποτελεί τον πρόδρομο τής αδρεναλίνης, καθώς και από τις απολήξεις τών συμπαθητικών νευρικών ινών, όπου χρησιμεύει ως νευροδιαβιβαστής για την… …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • φαιοχρωμοκύτωμα — το, Ν ιατρ. όγκος τών χρωμόφιλων κυττάρων τής μυελώδους ουσίας τών επινεφριδίων, που εκκρίνει αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη, ή τού χρωμόφιλου ιστού τών γαγγλίων τού νευρικού συστήματος, που εκκρίνει μόνον νοραδρεναλίνη, όγκος που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”